μονοφυλετικός

μονοφυλετικός
-ή, -ό
βιολ. όρος που αναφέρεται στις ζωικές και φυτικές ταξινομικές ομάδες οι οποίες πιστεύεται ότι προέρχονται εξελικτικά από ένα μόνο αρχέτυπο, δηλ. από ένα θεμελιώδες ή αρχικό είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monophyletic (< μον(ο)-* + φυλή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”